αυτοκινησία

αυτοκινησία

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αυτοκινησία" в других словарях:

  • αὐτοκινησία — αὐτοκινησίᾱ , αὐτοκινησία fem nom/voc/acc dual αὐτοκινησίᾱ , αὐτοκινησία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοκινησίᾳ — αὐτοκινησίᾱͅ , αὐτοκινησία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτοκινησία — η [αυτοκίνητος] η αυτοκίνηση …   Dictionary of Greek

  • αὐτοκινησίας — αὐτοκινησίᾱς , αὐτοκινησία fem acc pl αὐτοκινησίᾱς , αὐτοκινησία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοκινησίαν — αὐτοκινησίᾱν , αὐτοκινησία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԻՆՔՆԱՇԱՐԺՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0860 Chronological Sequence: Unknown date գ. αὑτοκινησία motus proprius. Զօրութիւն ինքնաշարժ գոլոյ. անձամբ զանձն շարժելն. *Ըստ ինքնաշարժութեան (հրեշտակն՛ ոչ կայ, այլշարժի. իսկ ըստ էութեանն՝ կայս ունի, եւ ոչ շարժութիւն. Մաքս. ի դիոն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»